μεσονυκτικό(ν) — το (Μ μεσονυκτικόν και μεσανυκτικόν και μεσανυχτικόν και μισονυχτικό) εκκλησιαστική ακολουθία που διαβάζεται καθημερινά, ιδίως στα μοναστήρια, κατά τα μεσάνυχτα μσν. 1 η ώρα τού μεσονυκτίου, τα μεσάνυχτα 2. (ως επίρρ.) κατά τη διάρκεια τού… … Dictionary of Greek
μεσονυκτικός — ή, ό (Μ μεσονυκτικός, ή, όν) [μεσονύκτιο] 1. αυτός που γίνεται κατά το μεσονύκτιο, ο μεσονύκτιος 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. μεσονυκτικό(ν) … Dictionary of Greek
μεσονύκτιο — και μεσονύχτι, το (ΑM μεσονύκτιον και μεσανύκτιον, Μ και μεσονύχτιον) το μέσο τής νύχτας, η δωδέκατη νυκτερινή ώρα, τα μεσάνυχτα («καὶ ἐκοιμήθη Σαμψὼν ἕως μεσονυκτίου», ΠΔ) νεοελλ. 1. (ειδικά στην αλληγορική φρασεολογία τών τεκτόνων) το τέρμα τής … Dictionary of Greek
μεσόνυκτο — και μεσάνυχτο (Μ μεσόνυκτον και μεσάνυκτον και μεσιάνυκτο και μεσίνυκτον) η προχωρημένη ώρα τής νύχτας, το μεσονύκτιο, τα μεσάνυχτα μσν. εκκλ. το μεσονυκτικό(ν). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + νύξ, νυκτός] … Dictionary of Greek
Часы — богослужения суточного круга, получившие свое родовое название вследствие строгой смысл, и хронологической соотнесенности с опред. древ. часами (стражами) суток. Согласно Симеону Солунскому основных Ч. семь ( по числу даров Духа и в соответствии… … Российский гуманитарный энциклопедический словарь